ακλείδωτος

ακλείδωτος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει κλειδωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + κλειδωτός < κλεδώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακλείδωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν κλειδώθηκε: Άφησες το σπίτι ακλείδωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκλείδωτος — η, ο [ξεκλειδώνω] 1. ακλείδωτος, ξεκλειδωμένος, ανοιχτός 2. αυτός που κινείται με ασυντόνιστες κινήσεις. επίρρ... ξεκλείδωτα ανασφάλιστα, ανοιχτά («άφησε ξεκλείδωτα και έφυγε») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”